- πρόσοδος
- πρόσοδος1 avenue met.
πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πρόσοδος — going fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek
πρόσοδος — η 1. εισόδημα από ακίνητο κτήμα. 2. γενικά εισόδημα: Οι πρόσοδοι της οικογένειας είναι περιορισμένες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισόβια πρόσοδος — (Νομ.). Η υποχρέωση παροχής, με σύμβαση ή με χαριστική πράξη (δωρεά, διαθήκη) περιοδικών καταβολών –σε χρήμα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα– σε όλη τη ζωή του δικαιούχου ή του οφειλέτη ή ενός τρίτου προσώπου (άρθρο 840 Α.Κ.). Κατά κανόνα, το ποσό… … Dictionary of Greek
προσόδοις — πρόσοδος going fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδοισι — πρόσοδος going fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδοισιν — πρόσοδος going fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδου — πρόσοδος going fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδους — πρόσοδος going fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδων — πρόσοδος going fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδῳ — πρόσοδος going fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)